- πανηγυριστῶν
- πανηγυριστήςone who attends amasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θιασαρχώ — θιασαρχῶ, έω (Α) [θιασάρχης] είμαι αρχηγός θιάσου, διευθύνω θίασο βακχευτών, πανηγυριστών κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου … Dictionary of Greek